Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Ο ναυτικός και το τάμα του

     Ένας ναυτικός έκανε τάμα στον Άγιο-Νικόλα να πάει να ανάψει μια λαμπάδα στο εκκλησάκι του, που ήταν χτισμένο πάνω σε κατσάβραχα, με τα παπούτσια του γεμάτα φασόλια, αν γλίτωνε με τη βάρκα του από μια μεγάλη τρικυμία.
     Με την βοήθεια του θεού και τον Άγιο-Νικόλα γλύτωσαν κι αυτός και η βάρκα του και ξεκίνησε για το τάμα του.Έκανε μερικά βήματα με τα παπούτσια γεμάτα φασόλια και πλήγιασαν τα πόδια του. Γύρισε σπίτι του, έβρασε τα φασόλια καλά να γίνουν χυλός, τα έβαλε στα παπούτσια του και έφθασε στον Άγιο-Νικόλα για το τάμα του.
     -«Άγιε Νικόλα ήρθα με τα παπούτσια γεμάτα φασόλια. Βρασμένα ή άβραστα δεν σου είχα ξεκαθαρίσει...».

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

«Το Κουρτουλούς»

«Το Κουρτουλούς»
Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής έπεσε πείνα φοβερή στην Ελλάδα. Ο κόσμος δεν είχε να φάει έφαγαν γάτες και σκύλους. Έψαχναν στα σκουπίδια των Γερμανών για φλούδες από πατάτες και λεμονόκουπες.
Τότε ήρθε ένα Τούρκικο εμπορικό πλοίο στον Πειραιά φορτωμένο με φασόλια. Άρχισαν να πουλάνε φανερά και κρυφά φασόλια και ο κόσμος έδινε ακόμα και ένα σπίτι για να πάρει ένα σακί φασόλια. Ο κόσμος έτρωγε φασολάδα για πρωινό – μεσημεριανό και βραδινό. Έτρωγε φασόλια και μόνο φασόλια, μέχρι που τα φασόλια δημιούργησαν σε όλους εντερικά προβλήματα. Και τότε κυκλοφόρησε το αστείο τραγουδάκι:
«Το κουρτουλούς – το κουρτουλούς
πρέπει να φέρει και …φελλούς.
Η φασολάς -  η φασολάς
ήταν σωσμός μα και …μπελάς».

Σημείωση: Γι’ αυτό το θέμα είχε γράψει ο Ψαθάς ένα χρονογράφημα στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» που είχε δημιουργήσει …ιδιαίτερη ευθυμία σε όλους. 

«Γιατί το φασόλι είναι δικοτυλήδονο»

«Γιατί το φασόλι είναι δικοτυλήδονο»
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα άχυρο, ένα κάρβουνο και ένα φασόλι. Είπαν ένα βράδυ να φύγουν μακριά από τον άνθρωπο γιατί βασανίζονταν.
-   Άχυρο: Με ρίχνουν στο γάιδαρο για φαί.
-   Κάρβουνο: Με ρίχνουν στο τζάκι για φωτιά.
-   Φασόλι: Με κάνουν φασολάδα.
Ένα βράδυ το σκάσανε από το σπίτι. Στο δρόμο συνάντησαν ένα ποταμάκι. Πώς θα περάσουμε το ποτάμι; Είπαν και τα τρία. Το άχυρο είπε: «Εγώ που είμαι μακρύ θα κάνω το γεφυράκι. Όταν περάσετε θα με τραβήξετε και θα συνεχίσουμε το δρόμο μας».
Έκανε τη γεφυρούλα το στάχυ. Το κάρβουνο έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να περάσει πρώτο. Όμως, έκαψε το άχυρο και …μπλουμ έπεσαν και τα δύο στο ποτάμι που τα παρέσυρε.Το φασόλι άρχισε να γελάει τόσο πολύ που άνοιξε στη μέση. Κόντευε να ξεψυχήσει. Εκείνη την ώρα περνούσε από κει ένας ράφτης. Είδε το φασόλι. Το πήρε, έβγαλε τη βελόνα του για να το ράψει. Έψαξε για κλωστή και βρήκε μόνον μαύρη κλωστή.  Το έραψε με μαύρη κλωστή.  Τον κόμπο τον έβαλε στη μέση. Φαίνεται ακόμα. Τα φασόλια έχουν ένα μαύρο κομπάκι στη μέση. 

«Τα όπλια – τα όπλια» (Τα όσπρια – τα όσπρια)

«Τα όπλια – τα όπλια» (Τα όσπρια – τα όσπρια)
Μια φορά ένας χωρικός παντρεύτηκε από συνοικέσιο μια κοπέλα από το γειτονικό χωριό. Καλοφτιαγμένη ήτανε και χαμηλοβλεπούσα.
Παντρεύτηκαν, πήγαν στο σπίτι τους και το πρωί ξεκίνησε το παλικάρι για δουλειά. Η γυναίκα του δεν έβγαλε ούτε μία λέξη. Αυτό συνεχίστηκε για μέρες.
Το παλικάρι σκέφθηκε να την κάνει να μιλήσει με κάποια πονηρά τεχνάσματα.
-Σου αφήνω τυρί να φας και να πας και στη μάνα μου είπε και της άφησε ένα κομμάτι μάρμαρο. Η κοπέλα δεν είπε τίποτα – έσκυψε το κεφάλι.
-Σου αφήνω κουκιά να μαγειρέψεις είπε την άλλη μέρα και της άφησε ένα σακουλάκι με πετραδάκια.
-Σήμερα να μαγειρέψεις ρεβύθια που αφήνω της είπε την 3η μέρα και της άφησε μια χούφτα βόλους πήλινους.
-Τα φασόλια μου αρέσουν πολύ. Να είναι ζεστά το μεσημέρι είπε την 4η μέρα και της άφησε μια σακούλα με κουκούτσια.
Την 5η μέρα έκανε πως έφευγε και κρύφτηκε πίσω από την πόρτα του καθιστικού. Τότε άκουσε τη γυναίκα του κλαίει και να λέει:
-‘Αντλα μου, άντλα μου τι να πλωτοθυμηθώ, το τυλί  το μάμαλο, τα κουκιά τα πεταδάκια, τα λεβύθια βοτσαλάκια, τα φασόλια κουκουτσάκια…. Αχ! Αχ! Τα όπλια, τα όπλια εν μπολώ να τα πω και έκλαιγε σπαρακτικά γιατί δεν ήθελε να μάθει ο άντρας της ότι δεν μιλούσε καθαρά. Το παλικάρι την αγαπούσε και με αγάπη και υπομονή της έμαθε να μην ντρέπεται για αυτό που είναι….
(Λαϊκό παραμύθι) (Τα όσπρια, τα όσπρια δεν ημπορώ να τα πω). 



« Η Φ Α Σ Ο Λ Α Δ Α »

« Η  Φ Α Σ Ο Λ Α Δ Α »

Έφτασε η Σαρακοστή
μαζί κι η φασολάδα
που θρέφει την Ελλάδα
θα βάλουμε το φάσουλο
σε μια φαρδιά τσουκάλα
να φάνε όλοι οι φτωχοί
και όλοι οι πεινασμένοι
στη γη στην οικουμένη.
Να φάνε και να τυλωθούν
και να ‘ναι χορτασμένοι
για όλη τη Σαρακοστή.
Γιατί η φασολάδα
είναι εθνικό μας φαγητό
πάντα σε δύσκολες στιγμές.
Θρέφει και Έθνος και στρατό.

«Τα χρώματα του φασολιού»

«Τα χρώματα του φασολιού»
Ο Χριστούλης είχε ντενεκεδάκια με χρώματα και χρωμάτισε τα ζώα, τα πουλιά, τα φρούτα και τους καρπούς.
Έκανε κόκκινες τις πιπεριές, κίτρινα τα λεμόνια, πορτοκαλί το καλαμπόκι, πράσινα τα κουκιά, καφέ ανοιχτό τις φακές.
Έβαφε-έβαφε και χαιρότανε ώσπου οι μπογιές τελείωσαν.
Τότε άκουσε φωνούλες.
-Ε, ε, ε εμάς μας ξέχασες. Κάτι φασόλια είχανε πέσει κάτω.
-Αχ… τι έκανα… Δεν έχω άλλα χρώματα είπε ο Χριστούλης.
Πήρε το ένα φασόλι, έψαξε στα ντενεκεδάκια βρήκε μια σταγόνα λιλά χρώμα και με ένα μικρό πινέλο έβαλε μικρές τελίτσες. Αυτά είναι τα φασόλια τα «μπαρμπούνια». Πήρε το δεύτερο φασόλι έψαξε πάλι στα ντενεκεδάκια βρήκε λίγο άσπρο χρώμα. Το έβαψε άσπρο . Βρήκε και μια σταγονίτσα μαύρο και του έβαλε μια βουλίτσα μαύρη στη μέση.Αυτά είναι τα ¨μαυρομάτικα». Το άλλο φασόλι το έβαψε άσπρο με μια βουλίτσα μπεζάκι στη μέση. Είναι το φασόλι που το κάνουμε φασολάδα.